- θερμαντῆρας
- θερμαντήρkettlemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμαντήρας — ο (Α θερμαντήρ) [θερμαίνω] σκεύος για θέρμανση νερού, αερίου κ.λπ. νεοελλ. φυσ. ειδική συσκευή για τη θέρμανση κάποιου σώματος σε σταθερή θερμοκρασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τις θερμιδομετρικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό τής ειδικής… … Dictionary of Greek
θερμαντήρας — ο 1. ειδικό σκεύος για τη θέρμανση νερού, αερίου κτλ. 2. (φυσ.), ειδική συσκευή για θέρμανση σώματος σε σταθερή θερμοκρασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμαντήριος — θερμαντήριος, ία, ον (Α) [θερμαντήρ] 1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.) 2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» θερμαντήρας … Dictionary of Greek
θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… … Dictionary of Greek
κλινοθερμαντήρας — ο, και κλινοθερμαντήριο, το συσκευή με την οποία θερμαίνεται η κλίνη με ζεστό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θερμαντήρας < θερμαίνω. Ο τ. κλινοθερμαντήριο < κλίνη + θερμαντήριο < θερμαντήρ] … Dictionary of Greek
υδροθερμαντήρας — ο, Ν ειδικό σκεύος για τη θέρμανση νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)* + θερμαντήρας … Dictionary of Greek